Από τις ενεργειακές κρίσεις της δεκαετίας του 1970, το ενδιαφέρον για αυτή την ήσυχη και δυνητικά ανανεώσιμη θαλάσσια πηγή ενέργειας αυξανόταν και πάλι.
Το 1839, κατασκευάσθηκε από τον Γερμανό εφευρέτη Moritz von Jacobi, ένα ηλεκτρικό σκάφος, στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Ήταν μια βάρκα 24 ποδών (7,30 μέτρων) που μετέφερε 14 επιβάτες με ταχύτητα 3 μιλίων την ώρα (4.8 χλμ/ώρα) και επιδείχθηκε με επιτυχία στον ποταμό Νέβα, στον αυτοκράτορα Νικόλαο Ι της Ρωσίας.
Το 1880, ο Gustave Trouvé, γάλλος ηλεκτρολόγος μηχανικός, κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας έναν μικρό ηλεκτροκινητήρα και το 1881, κατασκεύασε το La Sirène, ένα ηλεκτρικό σκάφος, το οποίο μπορούσε να πλεύσει και με κουπιά. Το σκάφος, που είχε μήκος 9 μέτρων και πλάτος 1,8 μέτρων, κατάφερε να ταξιδεύσει με ταχύτητα 14 έως 15 km/h, στρέφοντας την έλικα μεταξύ 1.200 και 1.800 σ.α.λ.
Το 1882, ένας αυστριακός μετανάστης στη Βρετανία, ο Anthony Reckenzaun, συνέβαλε στην ανάπτυξη των πρώτων πρακτικών ηλεκτρικών σκαφών. Εργαζόμενος ως μηχανικός της εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας, ανέλαβε πολλές πρωτότυπες και πρωτοποριακές εργασίες για διάφορες μορφές ηλεκτρικής έλξης. Έτσι, σχεδίασε το πρώτο σημαντικό ηλεκτρικό σκάφος, το οποίο τροφοδοτούσαν μπαταρίες και το ονόμασε Electricity. Το σκάφος, το οποίο ήταν τύπου λάντζας, είχε χαλύβδινο κύτος και είχε μήκος πάνω από 7 μέτρα. Οι μπαταρίες και ο ηλεκτρικός εξοπλισμός κρύβονταν κάτω από τα καθίσματα, αυξάνοντας το χώρο των επιβατών. Αυτά τα σκάφη, αργότερα χρησιμοποιήθηκαν για εκδρομές αναψυχής στον ποταμό Τάμεση και προσέφεραν ένα πολύ ομαλό, καθαρό και ήσυχο ταξίδι. Είχαν αυτονομία 6 ωρών με μέση ταχύτητα 8 μίλια/ώρα. Ένας χάρτης του 1893 του Τάμεση, παρουσιάζει 8 σταθμούς φόρτισης των ηλεκτρικών σκαφών, μεταξύ του Kew (Strand-on-the-Green) και του Reading (Caversham).
Τα περισσότερα από τα ηλεκτρικά σκάφη αυτής της εποχής, ήταν μικρά επιβατικά, για χρήση σε μη παλιρροϊκά νερά και με μόνη εναλλακτική κινητήρια δύναμη τον ατμό.
Το 1888,κατασκευάστηκαν τα πρώτα ηλεκτρικά υποβρύχια, όπως το ισπανικό υποβρύχιο Peral. Από τότε, η ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικά για την τροφοδοσία των υποβρυχίων (παραδοσιακά με μπαταρίες), παρόλο που το ντίζελ χρησιμοποιήθηκε για την άμεση τροφοδοσία της έλικας ενώ το υποβρύχιο ήταν στην επιφάνεια και μέχρι την ανάπτυξη της ντίζελ-ηλεκτρικής μετάδοσης από το Ναυτικό των ΗΠΑ το 1928, στην οποία η έλικα ήταν πάντα τροφοδοτούμενη από ηλεκτρικό κινητήρα και από μπαταρίες όταν βυθιζόταν και από γεννήτρια ντίζελ, όταν βρισκόταν στην επιφάνεια της θάλασσας.
Χρειάστηκαν περισσότερα από 30 χρόνια ανάπτυξης μπαταρίας και κινητήρα πριν γίνει το ηλεκτρικό σκάφος πρακτική πρόταση. Σήμερα υπάρχει ραγδαία ανάπτυξη των ηλεκτρικών σκαφών, με κατασκευές που προορίζονται για απλή μετακίνηση στη θάλασσα έως και ταχύπλοα σκάφη επιδόσεων.
Σε ότι αφορά τις επιδόσεις, τα ηλεκτρικά σκάφη είναι σήμερα άμεσα ανταγωνιστικά ως προς τα μηχανοκίνητα και δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν. Για παράδειγμα, η αγωνιστική ομάδα Jaguar Vector Racing, με το σκάφος Vector V20E και τεχνολογία δανεισμένη από τη Formula E, έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας σκάφους με ηλεκτρική εξωλέμβια 250 ίππων, με μέση ωριαία ταχύτητα 88,61 μιλίων/ώρα (142,6 χλμ/ ώρα), στο Coniston Water της Μ. Βρετανίας.